Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Κωστας Βαρναλης




Οι μοιραίοι
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,μες σε καπνούς και σε βρισιές,(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)όλη η παραία πίναμε εψές,εψές, σαν όλα τα βραδάκια,να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλοκαι κάπου εφτυούσε καταγής,ω! πόσο βάσανο μεγάλοτο βάσανο είναι της ζωής!Οσο κι ο νους αν τυραννιέταιάσπρην ημέρα δε θυμιέται!
(Ηλιε και θάλασσα γαλάζακαι βάθος του άσωτου ουρανού,ω! της αυγής κροκάτη γάζαγαρούφαλλα του δειλινού,λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκαπαράλυτος - ίδιο στοιχιότου άλλου κοντόμερη η γυναίκαστο σπίτι λιώνει από χτικιό,στο Παλαμίδι ο γυιός του Μάζηκ' η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!-Φταίει ο θεός που μας μισεί!-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!-Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμαδεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρναπίνουμε πάντα μας σκυφτοί,σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρναόπου μας εύρει, μας πατεί:δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!